ἀπαρεμφάτου

ἀπαρεμφάτου
ἀπαρέμφατος
not determinative
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ετεροπροσωπία — η [ετεροπρόσωπος] το συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το υποκείμενο τού απαρεμφάτου ή τής μετοχής είναι διαφορετικό από το υποκείμενο τού ρήματος στο οποίο αναφέρεται …   Dictionary of Greek

  • κορτάρω — και κορτετζάρω κάνω κόρτε, ερωτοτροπώ, φλερτάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άρω, χαρακτηριστική τών ρ. ξεν. προελεύσεως (< ιταλ. κατάλ. απαρεμφάτου are), πρβλ. κοντρολ άρω, φουμ άρω] …   Dictionary of Greek

  • μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… …   Dictionary of Greek

  • ουσιαστικοποίηση — η η χρήση ενός τύπου μετοχής, απαρεμφάτου, επιθέτου ή αντωνυμίας ως ουσιαστικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικό + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη] …   Dictionary of Greek

  • ουσιαστικοποιώ — φρ. «ουσιαστικοποιημένος τύπος» τύπος μετοχής, απαρεμφάτου, επιθέτου ή αντωνυμίας που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικό + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • πεπαρείν — και δ. γρφ. πεπορεῑν Α (στον Πίνδ. και κατά τον Ησύχ.) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει κανείς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., ενδεικτικός τού λεξιλογίου της μαντικής και τού μυστικισμού. Η σύνδεση… …   Dictionary of Greek

  • ταυτοπροσωπία — η, Ν γραμμ. α) (στην αρχ. ελλ.) είδος σύνταξης κατά την οποία το υποκείμενο τού ρήματος είναι υποκείμενο τού απαρεμφάτου ή τής μετοχής που εξαρτώνται από το ρήμα αυτό β) (στη νεοελλ.) σύνταξη κατά την οποία δύο ή περισσότερες προτάσεις έχουν το… …   Dictionary of Greek

  • γερούνδιο — (gerundium). Απαρεμφατικός τύπος λατινικών ρημάτων σε αιτιατική πτώση. Στην ελληνική λέγεται πρώτο θετικό. Λήγει σε –(e)ndum, απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις και ισοδυναμεί με τους τύπους του ελληνικού ρήματος (σε –τέον) και τις πλάγιες πτώσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”